- ίατρα
- ἴατρα, ιων. τ. ἴητρα, τὰ (Α)1. αμοιβή γιατρού για θεραπεία2. ευχαριστήριες προσφορές για θεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + -τρα (πρβλ. δίδακ-τρα, εξέτασ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἴατρα — ἴ̱ατρα , ἴατρα doctor s fee neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίητρα — ἴητρα, τὰ (Α) ιων. τ. βλ. ίατρα … Dictionary of Greek
θαύμακτρον — θαύμακτρον, τό (Α) χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή τού γιατρού» κ.τ.ό.)] … Dictionary of Greek
ιατρείο — το (ΑΜ ἰατρεῑον, Α και ιων. τ. ἰητρεῑον) [ιατρεύω] ο χώρος στον οποίο ο γιατρός δέχεται τους ασθενείς για εξέταση μσν. αρχ. 1. η εκκλησία, ως «ἰατρεῑον τῶν ψυχῶν» 2. η προσευχή, ως «ἰατρεῑον τῶν πλημμελημάτων» αρχ. 1. μέσο θεραπείας 2. στον πληθ … Dictionary of Greek